ρίψιμο

ρίψιμο
το, Ν
ριξιά, ρίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ριψ- τού ρίπτω / ρίχνω (πρβλ. ρίψ-η) + κατάλ. -ιμο (πρβλ. ρίξ-ιμο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εκπαραθύρωση — η 1. ρίψιμο κάποιου από ψηλό παράθυρο για να σκοτωθεί. 2. μτφ., η εκδίωξη ή απομάκρυνση κάποιου με άσχημο ή ύπουλο τρόπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”